- σκερτσάρω
- Νκάνω σκέρτσα, νάζια, συμπεριφέρομαι με φιλαρέσκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzare].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκερτσάντο — το, Ν όρος τής μουσικής που χαρακτηρίζει μια εύθυμη σύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzando < ρ. scherzare (πρβλ. σκερτσάρω, σκέρτσο)] … Dictionary of Greek